πρωτοφανήσιμος

πρωτοφανήσιμος
η , ο , πρωτοφανήσιος, α, ο
1) см. πρωτοφάνερος; 2) см. πρωτόφαντος

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "πρωτοφανήσιμος" в других словарях:

  • πρωτοφανήσιμος — η, ο, Ν [πρωτοφανής] 1. (για καρπούς ή λαχανικά) αυτός που παράγεται νωρίς, πρώιμος 2. πρωτοφανής …   Dictionary of Greek

  • πρωτόφαντος — η, ο, Ν 1. πρωτοφανής 2. πρωτοφανήσιμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο) * + φαντός (< φαίνω), πρβλ. πολύ φαντος] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»